Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ
νεοελλ.
είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση του εσωτερικού του αφτιού
αρχ.
είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. -της].