άβατος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
-η, -ο (Α ἄβατος, -ον) βαίνω
απάτητος, απροσπέλαστος, αδιάβατος, δυσπρόσιτος
αρχ.
1. ιερός, καθαρός, αγνός
2. (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) αβάτευτος
το ουδ. ως ουσ. το άβατον.