ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
-η, -ο βάσιμοςο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος.