εξοντωτικός

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-ή, -ό εξόντωση
1. αυτός που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, καταστρεπτικόςεξοντωτικός συναγωνισμός»)
2. εκείνος που επιτυγχάνει την εξόντωση.