ενθερμαίνω
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Greek Monolingual
(Α ἐνθερμαίνω)
1. θερμαίνω υπερβολικά
2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).