αβρότητα
Greek Monolingual
η (Α ἁβρότης) ἁβρὸς
1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα
2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά
αρχ.
λαμπρότητα, πολυτέλεια.
η (Α ἁβρότης) ἁβρὸς
1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα
2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά
αρχ.
λαμπρότητα, πολυτέλεια.