αγροτικός Search Google

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀγροτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγρότες
2. αυτός που αποτελείται από αγρότες
3. αυτός που υποστηρίζει τα συμφέροντα τών αγροτών ή συναλλάσσεται με αυτούς
μσν.
ταπεινός, ασήμαντος, τιποτένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρότης (Ι) + κατάλ. -ικός].