αδιάβροχος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάβροχος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να τον διαπεράσει το νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο
πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διάβροχος
το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. impermeable < λατ. impermeabilis (= αδιαπέραστος).