αδιάβροχος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιάβροχος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να τον διαπεράσει το νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο
πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + διάβροχος
το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. impermeable < λατ. impermeabilis (= αδιαπέραστος).