πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
-η, -ο διαπερνώ1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος2. αδιάτρητος3. στεγανός4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·