αδιαπέραστος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο διαπερνώ
1. αυτός που δεν τον διαπέρασε ή δεν μπορεί να τον διαπεράσει κανείς, αδιάβατος
2. αδιάτρητος
3. στεγανός
4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός·