αδάματος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
ἀδάματος, -ον (Α) δαμῶ
1. ακατανίκητος, ακατάβλητος
2. (για γυναίκες) ανύπαντρη
3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.