αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
ἀδάματος, -ον (Α) δαμῶ1. ακατανίκητος, ακατάβλητος2. (για γυναίκες) ανύπαντρη3. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε, δεν εξημερώθηκε.