αδίκημα

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

το (Α ἀδίκημα) ἀδικῶ
1. πράξη που αντίκειται προς το δίκαιο, εκούσια και σκόπιμη αδικοπραξία
νεοελλ.
1. παράβαση νόμου, αξιόποινη πράξη
2. πρόκληση βλάβης ή ζημίας
αρχ.
1. άδικη κρίση
2. πρόκληση ζημίας σε κάποιον
3. ό,τι αποκτήθηκε με αδικία.