ἐπισαχθής
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
χρεωφειλέτης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισαχθής: (-είς;)· «ὁ ὀφειλέτης», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπισαχθής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης».