επιπεδόκυρτος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(για φακό) αυτός που είναι κατά τη μία επιφάνεια κυρτός και κατά την άλλη επίπεδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίπεδο(ν) + κυρτός. Η λ. μαρτυρείται στον Νικηφόρο Θεοτόκη].