ένορκος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνορκος, -ον) όρκος
αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοι
πολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το δικαστήριο τών συνέδρων τα κακουργιοδικεία και τα ορκωτά δικαστήρια
αρχ.
1. αυτός που δεσμεύεται από όρκο
2. αυτός που περιλαμβάνεται σε συνθήκη
3. καθιερωμένος με όρκο
4. το ουδ. ως ουσ. το ένορκον
ο όρκος.