μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώμετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)3. καταπραΰνω.