έρευθος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
ἐρευθος, τὸ (Α) ερεύθω
1. ερύθημα, ερυθρότητα, κοκκινάδα («ἔρευθος προσώπου», Ιπποκρ.)
2. το ερυθρό χρώμα, η βαφή.