ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ἐρίχρυσος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αφθονία χρυσού, ο πλούσιος («πτολίεθρον ἐριχρύσων βασιλήων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- + χρυσός.