επώαση
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η (AM ἐπῴασις) επωάζω
η φυσιολογική εξέλιξη του αβγού από τη γέννησή του μέχρι την εκκόλαψη, κλώσσημα («φυσιολογική, τεχνητή επώαση»)
νεοελλ.
1. κρυφή προετοιμασία («επώαση κινήματος, επανάστασης»)
2. η περίοδος κατά την οποία παθογόνοι παράγοντες εγκαθίστανται σε μέρος του οργανισμού ευνοϊκό για την ανάπτυξή τους ώσπου να αντιδράσουν οι αμυντικές λειτουργίες του οργανισμού και να εμφανιστούν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου.