Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α)ο ετερομήτριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].