τεχνάομαι
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
fut. -ήσομαι: aor. ἐτεχνησάμην, Ep. τεχν-: pf. τετέχνημαι, Ion. 3pl. τετεχνέαται cj. in Hp.VM22:—
A make by art, execute skilfully, Od.5.259, 11.613 (for μὴ . . μηδ', cf. οὐ c); πολλὰ τ. practise many arts, X.Cyr.8.2.5. 2 also as Pass., to be made by art, ὅ τι καλὸν αὐτοῖς τεχνῷτο ib.8.6.23; διαιτήματα τετεχνημένα devised by art, Hp.VM3.--On the supposed Act. τεχνῆσαι, v. τεχνήεις. II contrive or execute cunningly, ταῦτα δ' ἐγὼν . . τεχνήσομαι Il.23.415, etc.; χερσὶν ἁτεχνησάμην S.Tr. 534, cf. 928; τῶν μηδὲν ὀρθῶς . . τεχνωμένων Id.Ant.494; τ. κακά Id.Ph.80; πόλεμος ἀφ' αὑτοῦ τὰ πολλὰ τεχνᾶται πρὸς τὸ παρατυγχάνον Th.1.122: abs., γένοιτο μέντἂν πᾶν θεοῦ τεχνωμένου if God contrives, S.Aj.86, cf. E.Med.369,382,402, Ar.V.176: c. inf., contrive how to do, Th.4.26; so also, followed by a clause, contrive or devise means for doing, τεχνήσομαι ὥς κε γένηται παῖς ἐμός h.Ap.326; τ. τί ἂν φάγοι X.Ages.9.3. 2 in pass. sense, ὁ ἐπὶ κακῷ τεχνηθεὶς δόλος Sch.Il.15.14.