επαναληπτικός

Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές»)
2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ' επανάληψη («επαναληπτικό όπλο»)
3. «επαναληπτική αντωνυμία» — η αντωνυμία αὐτός, -ή, -ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που αναφέρθηκε προηγουμένως.
επίρρ...
ἐπαναληπτικῶς, -ά
κατ' επανάληψη, με επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα-ληπτικός (< ληπτός < λαμβάνω)].