αεροπληθής

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

-ές
ο γεμάτος αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + -πληθής < πλήθος
η λ. πλάστηκε από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, κατά το πρότυπο τών πολλών αρχαίων συνθέτων λ. σε -πληθής].