αδυναμώνω
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο
2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδύναμος.
ΠΑΡ. αδυναμωτικός].