αεριοβόλος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source

Greek Monolingual

-ο
1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια
συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί του χαρακτηρισμού αεροβόλος
2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο
όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση του βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο).