ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
ἐρυσμός, ὁ (Α) [[[ερύω]] (II)]
1. μέσο προστασίας από τη μαγεία
2. λάχανο του οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες.