ευμήχανος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμήχανος, -ον
Α δωρ. τ. εὐμάχανος, -ον)
(για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για πουλιά ή για μέλισσες) γεμάτος επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμήχανον
η ευμηχανία
3. (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με ευφυΐα, με εφευρετικότητα («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐμηχάνως (ΑΜ)
με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχανή.