ευμηχανία

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) ευμήχανος
1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων
2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», Λουκιαν.)
3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» — η ευπορία της τύχης.