ευφυΐα
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφυΐα) ευφυής
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῖς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεση («εὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).