αισθητής

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

ο (Α αἰσθητής)
1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι
2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής του ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)
3. στη Νεοελληνική η λέξη δηλώνει γενικότερα τον οπαδό του ρεύματος του λογοτεχνικού αισθητισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. που χρησιμοποιεί ο Πλάτων < αἰσθάνομαι. Στον Καβάφη και στη γενικότερη χρήση της στη Νεοελληνική αποτελεί πιθανώς απόδοση του γαλλ. esthete, ο «εστέτ», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. αἰσθητής
εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο της Ν. Ελληνικής].