αιτιατική

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐᾷ με καθεύδειν τὸ τοῦ Μιλτιάδου τρόπαιονMiltiades' trophy does not let me sleep

Source

Greek Monolingual

η (Α αἰτιατική)
μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰτιατός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής].