ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
(Α αἱμορραγῶ) αἱμορραγήςέχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγίανεοελλ.1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει.