αιριάρης
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
ο
1. κόσκινο κατάλληλο για το ξεχώρισμα του σιταριού από την αίρα
2. ως επίθ. αιριάρης, -a, -ικο, αυτός που περιέχει αίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα.
ΠΑΡ. αιριαρίζω].