ἀκαμαντορόας
From LSJ
English (LSJ)
α, ὁ,
A of untiring stream, Ἀλφεός B.5.180.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμαντορόας: ὁ ἀκαμάτως ῥέων, τὸν ἀκαμαντορόαν Ἀλφεόν, Βακχυλίδ. V. 180.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντορόᾱς) -ᾱ de curso infatigable Ἀλφεός B.5.180.
Greek Monolingual
ἀκαμαντορόας, ο (Α)
εκείνος που ρέει ακάματα, αδιάκοπα
«ἀκαμαντορόαν Ἀλφεὸν» (Βακχυλ. 5, 180).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + ῥέω].