ἀκακούργητος

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰκούργητος Medium diacritics: ἀκακούργητος Low diacritics: ακακούργητος Capitals: ΑΚΑΚΟΥΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: akakoúrgētos Transliteration B: akakourgētos Transliteration C: akakoyrgitos Beta Code: a)kakou/rghtos

English (LSJ)

ον,

   A uncorrupted, Harp. s.v. διασείστους; undamaged, φορτία σῶα καὶ ἀ. PLond.3.948.8 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰκούργητος: -ον, ὁ μὴ κακουργηθείς. ὁ Ἁρποκρ. καὶ Ἐτυμ. Μ. ἐν λέξει διάσειστος. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indemne, no dañado de cargamentos παραδώσω τὸν γόμον ... σῶον ἀκακούργητον PWarren 5.9 (II d.C.), cf. PRoss.Georg.2.18.129 (II d.C.), SB 11552.38, POxy.2125.29 (ambos III d.C.).
2 que es objeto de trampas ref. a los dados, Harp.δ 49.
II inocente, cándido γέγονας ... ἄμεμπτος καὶ ἀ. Rom.Mel.44.ιγʹ.7.2.
III adv. -ως inocentemente, sin malicia Epiph.Const.Anc.56.

Greek Monolingual

ἀκακούργητος, -ον (AM) κακουργῶ
μσν.
1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία
2. ο άδολος, ο απλός
αρχ.
ο αβλαβής.