θαλασσοκράτορας

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ)
1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο- + κράτωρ, πιθ. παράλλ. τ. του κράτος (βλ. λ. αυτοκράτωρ)].