ηλαίνω
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
ἠλαίνω (Α)
(επικ. τ. αντί αλαίνω)
1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι
2. μτφ. είμαι μωρός, ξεμωραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλάσκω].