ζυγίς

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγίς Medium diacritics: ζυγίς Low diacritics: ζυγίς Capitals: ΖΥΓΙΣ
Transliteration A: zygís Transliteration B: zygis Transliteration C: zygis Beta Code: zugi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = ἕρπυλλος, Dsc. 3.38, Philin. ap. Ath.15.681f.

German (Pape)

[Seite 1140] ίδος, ἡ, serpyllium silvestre, Ath. XV, 681 f; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ζυγίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀγρίου θύμου, ἕρπυλλος, serpyllum silvestre, Διοσκ. 3. 46, Φιλῖν. παρ’ Ἀθην. 681F.

Greek Monolingual

η (Α ζυγίς, -ίδος) ζυγόν
νεοελλ.
1. είδος του φυτού θύμος
2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες
ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη του θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη του ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο
αρχ.
είδος άγριου θύμου, έρπυλλος.