Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
ἡμιωριαῑος, -α, -ον (Α)1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῑονη διάρκεια μισής ώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].