ημίφως

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

το
1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως
2. (ειδ.) το αμυδρό φως της ημέρας κατά την αρχή του λυκαυγούς και κατά το τέλος του λυκόφωτος, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμ. Ροΐδη].