Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
το
1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως
2. (ειδ.) το αμυδρό φως της ημέρας κατά την αρχή του λυκαυγούς και κατά το τέλος του λυκόφωτος, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Εμμ. Ροΐδη].