εύληπτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔληπτος, -ον)
1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος
2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ' εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ.
β. «εύληπτα φάρμακα»)
νεοελλ.
αυτός που συλλαμβάνεται εύκολα («εύληπτο πτηνό»)
αρχ.
1. αυτός που κυριεύεται εύκολα, ο ευάλωτος («εὔληπτοι νησιῶται», Θουκ.)
2. αυτός τον οποίο καταλαμβάνει ή κερδίζει κάποιος εύκολα («εὔληπτα γοῡν καὶ οὐ πολλοῡ δεήσει τοῡ πόνου», Λουκιαν.)
3. αυτός που μεταφέρεται εύκολα
4. αυτός που αναιρείται, που ανασκευάζεται εύκολα.
επίρρ...
ευλήπτως (Α εὐλήπτως)
1. με εύκολο τρόπο («τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι τῷ μέλλοντι», Ξεν.)
2. με εύληπτο τρόπο, ευκολονόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ληπτος (< λαμβάνω)].