τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
θαλαμαῑος, -αία, -ον (Α)ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγ-αίος, οδ-αίος).