Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α)
μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σίκλος «μονάδα βάρους - νομισματική μονάδα»].