κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α)
1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό
2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω
3. καίω την κορυφή
4. καυτηριάζω
5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον»).