κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
τοτο θρύψαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω (πρβλ. έ-θρυψα) + κατάλ. -αλο (πρβλ. θρούβ-αλο)].