βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
ἰοβάφινος, -ον (Μ)ιοβαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ-ινος (< θ. βαφ- του βαφή + -ινος), πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρινος.