ἱμαλιά
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Uebermaaß an Mehl, VLL. ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων; nach Hesych. auch ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς καὶ περιουσία, also übh. Ueberfluß.
Greek Monolingual
ἱμαλιά, ἡ (Α)
η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα, η πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα sei- / sī- «κοσκινίζω» και εμφανίζει επίθημα -μαλ-, που μαρτυρείται και στο αρμαλιά].