θυμελαιίδες
From LSJ
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μοναδική της τάξης θυμελαιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymelaeaceae < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + -aceae (< λατ. -aceus)].