θυμελαιίδες

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, η μοναδική της τάξης θυμελαιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thymelaeaceae < thymelaea (πρβλ. θυμελαία) + -aceae (< λατ. -aceus)].