θωρακοκέντηση

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. παρακέντηση του τοιχώματος του θώρακα για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracocentese < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -centese (πρβλ. κέντηση). Η λ. στον λόγιο τ. θωρακοκέντησις μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Γ. Πολίτη].